παλλακεύω

παλλακεύω
παλλᾰκ-εύω,
A to be a concubine, esp. for ritual purposes, Str.17.1.46, BCH7.276 ([place name] Tralles): generally,

τῷ Μιθριδάτῃ Str.13.4.3

:—more freq. in [voice] Med. and [voice] Pass.,
1 keep as a concubine, Hdt.4.155.
2 [voice] Pass., to be a concubine, Plu.Them.26; τινι to one, Id.Fab.21, Art.26.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παλλακεύω — (Α) [παλλακή] 1. (ενεργ. και μέσ.) α) είμαι παλλακίδα για λόγους ιεροτελεστικούς β) είμαι παλλακίδα κάποιου 2. μέσ. (για άνδρες) έχω μία γυναίκα ως παλλακίδα («Φρονίμην παραλαβών... ἐπαλλακεύετο», Ηρόδ.) 3. παθ. (για γυναίκα) συμβιώνω με κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • παλλακεῦσαι — παλλακεύω to be a concubine aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλακευομένας — παλλακευομένᾱς , παλλακεύομαι pres part mp fem acc pl παλλακευομένᾱς , παλλακεύομαι pres part mp fem gen sg (doric aeolic) παλλακευομένᾱς , παλλακεύω to be a concubine pres part mp fem acc pl παλλακευομένᾱς , παλλακεύω to be a concubine pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλακευόμενον — παλλακεύομαι pres part mp masc acc sg παλλακεύομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg παλλακεύω to be a concubine pres part mp masc acc sg παλλακεύω to be a concubine pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλακεύει — παλλακεύομαι pres ind mp 2nd sg παλλακεύω to be a concubine pres ind mp 2nd sg παλλακεύω to be a concubine pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπαλλακεύω — (Α) κάνω μια γυναίκα παλλακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παλλακεύω «είμαι παλλακίδα»] …   Dictionary of Greek

  • παλλακεία — Θεσμός που ίσχυε στην αρχαία Ελλάδα παράλληλα με τον γάμο, και που σήμαινε τη χωρίς γάμο συμβίωση άνδρα και γυναίκας. Η παλλακή ή πολλακίδα ήταν κάτι ανάμεσα σε νόμιμη σύζυγο και εταίρα. Η παλλακίδα περιποιόταν τον άνδρα, επειδή η σύζυγος ήταν… …   Dictionary of Greek

  • παλλακευθείσης — παλλακεύομαι aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) παλλακεύω to be a concubine aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλακευθησομένης — παλλακεύομαι fut part mp fem gen sg (attic epic ionic) παλλακεύω to be a concubine fut part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλακευομένη — παλλακεύομαι pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) παλλακεύω to be a concubine pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλακευομένην — παλλακεύομαι pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) παλλακεύω to be a concubine pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”